Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βρίσκω κατάλυμα

См. также в других словарях:

  • κουρνιάζω — 1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα 2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο 3. κοιμάμαι νωρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κούρνια κατά το σχήμα φωλιά: φωλιάζω και κατά το συνώνυμό …   Dictionary of Greek

  • καλυβίζομαι — (Μ) [καλύβι] βρίσκω κατάλυμα, φιλοξενούμαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»