-
1 ночлег
ночлег м η διανυκτέρευση· το κατάλυμα (место)· остановиться на \ночлег διανυκτερεύω, βρίσκω κατάλυμα* * *мη διανυκτέρευση; το κατάλυμα ( место)останови́ться на ночле́г — διανυκτερεύω, βρίσκω κατάλυμα
-
2 ночлег
ночле||гм τό κατάλυμα (место ночле-гаУ ἡ διανυκτέρευση [-ις] (ночевка):ос-таноаи́ться на \ночлег διανυκτερεύω, βρίσκω κατάλυμα. -
3 деть
дену, денешь; προστκ. день (χρησιμοποιείται με τα επίρ. „куда", „некуда").1. βάζω, τοποθετώ (έτσι που δύσκολα μπορεί να βρεθεί)•куда я дел авторучку? που έβαλα το στυλό;•
он не знает куда деть свой деньги αυτός δεν ξέρει που να κρύψει τα χρήματα του.
2. ταχτοποιώ, βολεύω, βάζω αε θέση. || διαθέτω.εκφρ.деть некуда – δε χωρά άλλο (για μεγάλη ποσότητα)•этого никуда не -нешь – αυτό δε θα σου περάσει πουθενά, μ' αυτό δε ξεγελάς κανένα•не знать куда глаза деть – δεν έχω που να κρύψω το πρόσωπο μου (από ντροπή)•не знать куда деть себя – δεν ξέρω τι να κάνω, που να τα βολέψω.1. εξαφανίζομαι, χάνομαι• κρύβομαι•куда -лся карандаш? τι ε'γινε (που πήγε) το μολύβι;•
куда он делся? τι έγινε αυτός; που είναι τος;•
куда он 'теперь -ется? που θα πάει (ή θα κρυφτεί) τώρα;
2. βρίσκω κατάλυμα, διαμένω, κονεύω. -
4 приткнуть
ρ.σ.μ. (απλ.)1. καρφιτσώνω•бант булавкой καρφιτσώνω το φιόγκο με παραμάνα.
2. χώνω, βολεύω ταχτοποιώ διευθετώ•-и вещи в уголок χώσε τα πράγματα στη γωνία.
3. μτφ. βάζω, ταχτοποιώ σε δουλειά χώνω.1. βολεύομαι, ταχτοποιούμαι στενόχωρα• στριμώχνομαι. || καταλύω, βρίσκω κατάλυμα, χώνομαι κάπου.2. μτφ. (απλ.) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι σε δουλειά• χώνομαι.
См. также в других словарях:
κουρνιάζω — 1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα 2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο 3. κοιμάμαι νωρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κούρνια κατά το σχήμα φωλιά: φωλιάζω και κατά το συνώνυμό … Dictionary of Greek
καλυβίζομαι — (Μ) [καλύβι] βρίσκω κατάλυμα, φιλοξενούμαι … Dictionary of Greek